- καθοδηγία
- καθ-οδ-ηγία, ἡ, u. καθ-οδ-ήγησις, ἡ, das Wegweisen, die Führung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθοδηγία — η (Α καθοδηγία) [καθοδηγώ] η καθοδήγηση αρχ. (ειδ.) η υπόδειξη τού δρόμου («ὑδρείας τε τυγχάνειν καὶ καθοδηγίας», Στράβ.) … Dictionary of Greek
καθοδηγίας — καθοδηγίᾱς , καθοδηγία fem acc pl καθοδηγίᾱς , καθοδηγία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)